φθονερός

φθονερός
φθονερός (-οί, -ῶν, -οῖσιν; -αί, -αῖςι); acc.)
1 envious

ἔννεπε κρυφᾷ τις αὐτίκα φθονερῶν γειτόνων O. 1.47

pro subs.,

ἀλλ' οὐδὲ ταῦτα νόον ἰαίνει φθονερῶν P. 2.90

φθονεροὶ δ' ἀμύνονται ἄτᾳ (ἆται Hermann: alii alia coni.) P. 11.54

ὄψον δὲ λόγοι φθονεροῖσιν N. 8.21

of things, inspired by envy,

μὴ φθονεραῖς ἐκ θεῶν μετατροπίαις ἐπικύρσαιεν P. 10.20

χρή νιν (= ἀρετὰν)

εὐρόντεσσιν ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις I. 1.44

ὅτι φθονεραὶ θνατῶν φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες I. 2.43

n. pl. pro adv.,

φθονερὰ δ' ἄλλος ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει N. 4.39


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φθονερός, ή, -ό — και φτονερός, ή, ό επίρρ. ά αυτός που φθονεί τους άλλους, ο ζηλόφθονος, ο μοχθηρός, ο ζηλιάρης: Φθονερές σκέψεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φθονερός — envious masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθονερός — ή, ό / φθονερός, ά, όν, ΝΜΑ, και φτονερός, ή, ό, Ν (για πρόσ.) αυτός που φθονεί, αυτός που κατέχεται από φθόνο νεοελλ. αυτός που προέρχεται από φθόνο ή φανερώνει φθόνο («φθονερά λόγια») μσν. αρχ. (για αισθήματα) δυσμενής αρχ. 1. χαρακτηρισμός τών …   Dictionary of Greek

  • φθονερά — φθονερός envious neut nom/voc/acc pl φθονερά̱ , φθονερός envious fem nom/voc/acc dual φθονερά̱ , φθονερός envious fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθονερώτερον — φθονερός envious adverbial comp φθονερός envious masc acc comp sg φθονερός envious neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθονερωτάτων — φθονερός envious fem gen superl pl φθονερός envious masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθονερῶν — φθονερός envious fem gen pl φθονερός envious masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθονερόν — φθονερός envious masc acc sg φθονερός envious neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθονερώτατον — φθονερός envious masc acc superl sg φθονερός envious neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθονεραῖς — φθονερός envious fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθονεραῖσι — φθονερός envious fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”